ποτιστής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who gives to drink, Aq.Ge.40. 5.
German (Pape)
[Seite 690] ὁ, der Tränkende, Einschenkende, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρέχων ὕδωρ πρὸς ποτισμόν, ὁ ποτίζων, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ ποτίζω
αυτός που παρέχει νερό, που ποτίζει
νεοελλ.
αρδευτικό αυλάκι.