πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
το, Ν
1. οριζόντιο δοκάρι οικοδομής το οποίο τοποθετείται πάνω από άνοιγμα σε έναν τοίχο και συνήθως στο επάνω μέρος θύρας ή παραθύρου για την υποστήριξη της υπερκείμενης τοιχοποιίας
2. φρ. «μού άλλαξε τα πρέκια» — μέ ταλαιπώρησε πολύ, μού άλλαξε τα φώτα.