προκήρυξη
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Greek Monolingual
η / προκήρυξις, -ύξεως, ΝΑ προκηρύσσω
διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα
νεοελλ.
1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού»)
2. έντυπη ανακοίνωση πολιτικής, συνδικαλιστικής ή άλλης οργάνωσης που απευθύνεται συνήθως σε ορισμένους κύκλους παραληπτών («συνελήφθη επειδή μοίραζε επαναστατικές προκηρύξεις»)
3. (νομ.) αυτοδέσμευση με δημόσια δήλωση για καταβολή αμοιβής σε όποιον εκτελέσει μια ειδικά καθοριζόμενη πράξη.