προμνήστρια

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμνήστρια Medium diacritics: προμνήστρια Low diacritics: προμνήστρια Capitals: ΠΡΟΜΝΗΣΤΡΙΑ
Transliteration A: promnḗstria Transliteration B: promnēstria Transliteration C: promnistria Beta Code: promnh/stria

English (LSJ)

ἡ,

   A woman who woos or courts for another, matchmaker, Ar.Nu.41, Pl.Tht.149d, Luc.DDeor.20.16: metaph., ἡ κακῶν π. E.Hipp.589; προμνηστρίας is prob. for -ίδας in X.Mem.2.6.36.

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, = Folgdm, Ar. Nubb. 41; übtr., τὴν κακῶν προμνήστριαν, Eur. Hipp. 589; Plat. Theaet. 149 d u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 10.

Greek (Liddell-Scott)

προμνήστρια: ἡ, «προξενήτρια, Ἀριστοφ. Νεφ. 41, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16· μεταφορ., ἡ κακῶν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 589· οὕτως ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36, ὁ Valck. διορθοῖ προμνηστρίας ἀντὶ -ίδας. ― Καθ’ Ἡσύχ.: προμνήστρια· ἡ συνιστῶσα ἀλλήλοις τοὺς γαμοῦντας. (προξενοῦσα νυμφίους ἢ νύμφας)». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
entremetteuse, marieuse.
Étymologie: προμνάομαι.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η προξενήτρα
2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα -τρια (πρβλ. υπομνήσ-τρια)].