πρόνομος

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόνομος Medium diacritics: πρόνομος Low diacritics: πρόνομος Capitals: ΠΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: prónomos Transliteration B: pronomos Transliteration C: pronomos Beta Code: pro/nomos

English (LSJ)

ον, (προνέμομαι)

   A grazing forward, opp.ὀπισθονόμος (q. v.): generally, π. βοτά grazing Herds, A.Supp.691 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 736] vorwärts weidend, βοτὰ πρόνομα, das Weidevieh, welches im Weiden vorwärts geht, Aesch. Suppl. 673.

Greek (Liddell-Scott)

πρόνομος: -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος (ὅπερ ἴδε)· καθόλου, βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paît en allant devant soi ou en allant çà et là.
Étymologie: πρό, νέμω.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α προνέμομαι
(για φυτοφάγα ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το σώμα του προς τα εμπρός.———————— (II)
ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α
δικαίωμα, θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νόμος.