προσαναρρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναρρήγνῡμι Medium diacritics: προσαναρρήγνυμι Low diacritics: προσαναρρήγνυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: prosanarrḗgnymi Transliteration B: prosanarrēgnymi Transliteration C: prosanarrignymi Beta Code: prosanarrh/gnumi

English (LSJ)

   A lacerate in addition, Plu.Crass.25; τὸ σῶμα, i.e. caused haemorrhage, Id.Cleom.30: metaph., π. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας let them break out, Ph.2.372, cf. 479.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω προσέτι, τι Πλουτ, Κράσσ. 25. ΙΙ. κάμνω τι νὰ διαρραγῇ, «σπάνω», τὸ ὑπόστημα ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 30· ― μεταφορ., πρ. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας Φίλων 2. 372, πρβλ. 479.

French (Bailly abrégé)

1 briser en outre;
2 faire rompre, faire éclater, acc..
Étymologie: πρός, ἀναρρήγνυμι.

Greek Monolingual

και προσαναρρηννύω Α
1. διαρρηγνύω, ξεσχίζω κάτι επί πλέον
2. μτφ. αφήνω να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει κάτι («προσαναρρηγνὺς τὰς ἀδίκους», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναρρήγνυμι «ανοίγω, σχίζω, κάνω κάποιον να ξεσπάσει»].