προσαντιλαμβάνομαι
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
Med.,
A take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 750] einander gegenüberstehen, und an den Händen fassen, τῶν χειρῶν, Strab. 3, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι ἀμοιβαίως, γυναῖκες ἀναμὶξ ἀνδράσι προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν, ἐκ τῶν χειρῶν, Στράβ. 155.
French (Bailly abrégé)
se prendre mutuellement : τῶν χειρῶν les mains.
Étymologie: πρός, ἀντιλαμβάνομαι.
Greek Monolingual
Α
πιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»].