προσγειώνω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source

Greek Monolingual

Ν
πρόσγειος
1. επαναφέρω πτητική μηχανή, όπως αεροσκάφος, διαστημικό όχημα κ.ά., στο έδαφος της Γης, αλλ. προσεδαφίζω στη γη
2. ερχόμενος από το πέλαγος πλησιάζω προς την ακτή
3. μτφ. επαναφέρω στην πραγματικότητα («αεροβατούσε συνεχώς και προσγειώθηκε απότομα»)
4. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) προσγειωμένος, -η, -ο
αυτός που έχει πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας, ισορροπημένος, ρεαλιστής.