προϋφαρπάζω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A snatch beforehand, Sch. Ar.Pax289, Sch.S.Aj.1; τὴν σημασίαν EM401.2.
German (Pape)
[Seite 795] (s. ἁρπάζω), vorher heimlich wegraffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προϋφαρπάζω: ὑφαρπάζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ Εἰρ. 288, κτλ.
Greek Monolingual
Α ὑφαρπάζω
υφαρπάζω, αρπάζω κρυφά ή δόλια προηγουμένως.