ῥηχός

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

German (Pape)

[Seite 841] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt ῥάχος, Her. 7, 142.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥάχος.

Greek Monolingual

(I)
(ῥηχός) ὁ, Α
ιων. τ. βλ. ῥαχός.———————— (II)
-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν
1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα»)
2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά
τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το βάθος δεν υπερβαίνει το μέσο ανάστημα του ανθρώπου
4. φρ. «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιων. ῥηχός του ῥᾱχός «ακανθώδης θάμνος, αγκαθωτά χαμόκλαδα» (βλ. και λ. ράχη)].