ρουφιάνος

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν
1. μαστροπός, προαγωγός
2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος
3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του όφελος ένα μυστικό ή δίνει μια πληροφορία, σπιούνος
4. φρ. α) «χωρίς ρουφιάνο δεν πέφτει το κάστρο» — η αντίσταση δεν κάμπτεται παρά μόνο με προδοσία
β) «χωρίς ρουφιάνα, πουτάνα δεν γίνεται» — η προαγωγός ασκεί μεγάλη επίδραση στο να πάρει τον κακό δρόμο μια γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ruffiano, πιθ. < ρουφ-ιανός «οπαδός του Εφέσιου αφροδισιολόγου Ρούφου»].