σάβανο

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

το / σάβανον, ΝΜΑ
νεοελλ.
άσπρο σεντόνι με το οποίο καλύπτεται κατάσαρκα το σώμα νεκρού
μσν.-αρχ.
τεμάχιο λινού υφάσματος το οποίο χρησίμευε για σκούπισμα του σώματος ή του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης, την οποία δανείστηκε από την Ελληνική η Λατινική (πρβλ. λατ. sabanum) και, στη συνέχεια, η Γερμανική (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. saban) και η Σλαβική (πρβλ. αρχ. σλαβ. savan). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, προσκρούει στα ιστορικά δεδομένα, η λ. σάβανον είναι σημιτικής προέλευσης (πρβλ. αραβ. sabanijjat) και χρησιμοποιήθηκε για το ύφασμα που κατασκευαζόταν στην περιοχή Σαβάν, κοντά στη Βαγδάτη].