σακατεύω

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

Greek Monolingual

Ν σακάτης
1. καθιστώ κάποιον σακάτη, ανάπηρο, του προκαλώ σοβαρή ή και ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη
2. συνεκδ. α) χτυπώ, τραυματίζω κάποιον σοβαρά
β) μτφ. καταπονώ, ταλαιπωρώ, εξαντλώ («με σακάτεψε στο κουβάλημα»)
3. φρ. α) «τον σακάτεψε στο ξύλο» — τον έδειρε αλύπητα, ανελέητα
β) «σακατεύομαι στη δουλειά» — εργάζομαι εντατικά, ώσπου να εξαντληθώ.