σεμνότητα
Greek Monolingual
η / σεμνότης, -ητος, ΝΑ σεμνός
1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια
2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα
αρχ.
1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα
2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῡ τόπου σεμνότης», επιγρ.)
3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, σεμνότητα, ἀφθαρσίαν», Αριστοτ.)
4. (με ειρων. σημ.) επίπλαστη σοβαρότητα, σοβαροφάνεια, σεμνοτυφία.