σεμνότητα

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / σεμνότης, -ητος, ΝΑ σεμνός
1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια
2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα
αρχ.
1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα
2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῡ τόπου σεμνότης», επιγρ.)
3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, σεμνότητα, ἀφθαρσίαν», Αριστοτ.)
4. (με ειρων. σημ.) επίπλαστη σοβαρότητα, σοβαροφάνεια, σεμνοτυφία.