σιδηροκόπος
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ὁ,
A faber ferrarius, Gloss.
German (Pape)
[Seite 879] Eisen schlagend, hämmernd, schmiedend, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροκόπος: ον (κόπτω) ὁ σφυρηλατῶν σίδηρον, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που σφυρηλατεί τον σίδηρο, σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κόπος].