σκεπτικισμός
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
ο, Ν
(φιλοσ.)
1. αντίληψη που θέτει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα της πραγματικής γνώσης, την ύπαρξη έγκυρων κριτηρίων της αλήθειας και, γενικά, οποιασδήποτε βέβαιης γνώσης και υπογραμμίζει τον σχετικό, ατελή και ανακριβή χαρακτήρα της, πέρα από τη γνώση η οποία προέρχεται από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία
2. έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάτι, αμφιβολία, δυσπιστία ή καχυποψία
3. απαισιοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. scepticisme (< σκεπτικός + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].