σκηνίπτω
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
= διαφθείρω, Hsch.; cf. διασκηνίπτω.
German (Pape)
[Seite 895] = σκνίπτω, nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung διασκηνίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνίπτω: παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. διαφθείρω· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. διασκηνίπτω, ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «διαφθείρω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που έχει σχηματιστεί πιθ. από συμφυρμό τών ρ. σκήπτω και ῥίπτω (πρβλ. σκηρίπτομαι). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα: κνιπεῖν
σείειν και σκνίπτω «τσιμπώ, κεντώ» (πρβλ. κνίψ)].