σκιάεις
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
[ᾰ], εσσα, εν,= σκιόεις, Hdn.Gr.1.239: contr. σκιᾶς, ᾶντος, Id.2.618.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάεις: εσσα, εν, = σκιόεις, Χοιροβοσκ. σ. 59. 35.
English (Slater)
σκῐᾱεις (cf. σκιόεις.)
1 shadowy χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα (Housman: σκιόεντα Π.) (Pae. 6.17)
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, αρσ. και σκιᾱς, -ᾱντος, Α
βλ. σκιόεις.