σκόλυθρον

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόλυθρον Medium diacritics: σκόλυθρον Low diacritics: σκόλυθρον Capitals: ΣΚΟΛΥΘΡΟΝ
Transliteration A: skólythron Transliteration B: skolythron Transliteration C: skolythron Beta Code: sko/luqron

English (LSJ)

τό,

   A stool, cj. for κόλυθρον in Telecl.3:—Dim. σκολύθριον, τό, Pl.Euthd.278b, Poll.3.90, 10.48.

Greek (Liddell-Scott)

σκόλυθρον: τό, κάθισμα χαμηλόν, ἑδώλιον, «σκαμνί», Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 5· - ὑποκορ. σκολύθριον, τό, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278Β, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 90, Ι΄, 48, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χαμηλό κάθισμα, σκαμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκόλυ-θρον (βλ. και λ. κόλυθρον) με επίθημα -θρον (πρβλ. μέλα-θρον) ανάγεται πιθ. στο θ. σκολυ- του σκολύπτω].