σορέλλη

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σορέλλη Medium diacritics: σορέλλη Low diacritics: σορέλλη Capitals: ΣΟΡΕΛΛΗ
Transliteration A: soréllē Transliteration B: sorellē Transliteration C: sorelli Beta Code: sore/llh

English (LSJ)

nickname of an old man,

   A with one foot in the grave (cf. σοροδαίμων, σορόπληκτος), Ar.Fr.198.

German (Pape)

[Seite 913] Ar. Daetal. fr. 16, von σορός, wie σοροδαίμων, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, s. Phot.; bei Diogen. 2, 58 steht τορέλλη, bei Eust. 1289, 15 σορέλλην.

Greek (Liddell-Scott)

σορέλλη: σκωπτικὸν ὄνομα γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-δαίμων, σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, ἔνθα ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
παρωνύμιο γέροντα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου, που έχει το ένα του πόδι στον τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. σορός με επίθημα -έλλη, πιθ. υποκοριστικό].