σπέλεθος
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A f.l. for πέλεθος in Ar.Ec.595; cf. σπέληξ.
German (Pape)
[Seite 919] ὁ, = πέλεθος; Ar. Ach. 1133 Eccl. 595; Hegemon bei Ath. XV, 698 d.
Greek (Liddell-Scott)
σπέλεθος: διάφ. γραφ. ἀντὶ πέλεθος ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 595.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. πέλεθος.
Greek Monolingual
ή πέλεθος, ὁ, Α
τα κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα -θος (πρβλ. όν-θος, σπύρα-θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι και πελλία. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)p(h)el- «σχίζω» (πρβλ. σπολάς). Ανάλογη διαφορά σημασιών έχουμε και στους τύπους σχίζω και γερμ. scheiqen «κοπρίζω», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους].