σπιθοβολώ
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
-άω, Ν
1. σπινθηροβολώ, εκπέμπω σπινθήρες («σπιθοβόλαγε η φωτιά»)
2. εκπέμπω λάμψη, είμαι λαμπερός, φεγγοβολώ («τα μάτια της σπιθοβολούσαν μέσα στο σκοτάδι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίθα + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αστραπο-βολώ].