σπουδάρχης
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who is eager for offices of state, placeman, X.Smp.1.4; but σπουδαρχίας is restored from Hsch. and Phryn.PSp.109 B.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf σπουδαρχίας herstellt, s. unten das Wort.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδάρχης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ προθυμίας καὶ σπουδῆς ἐνεργῶν διὰ δημοσίαν τινὰ θέσιν ἢ ἀξίωμα, θεσιθήρας, Ξεν. Συμπ. 1, 4· ἀλλ’ ὁ L. Dind. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ἀναγινώσκων σπουδαρχίας ἐκ τοῦ Ἡσυχ. καὶ τῶν Α. Β. 63. ΙΙ. ὁ μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας ἀρχόμενός τινος, Θεόδ. Στουδ. 22Β, 39Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui brigue une charge.
Étymologie: σπουδή, ἀρχή.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία
αρχ.
αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + -άρχης (< ἄρχω)].