σταλαγμίτης
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Greek Monolingual
ο, Ν
γεωλ. επιμήκης μορφή που αποτελείται από διάφορα ορυκτά τα οποία αποτίθενται από διάλυση λόγω αργής σταγονορροής του νερού και αναπτύσσεται από το δάπεδο σπηλαίου προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalagmite (< σταλαγμός + επίθημα -ίτης, πρβλ. αιματ-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στονΑν. Κορδέλλα].