στεγανοποίηση
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
η, Ν στεγανοποιώ
1. το να καθίσταται στεγανό κάτι
2. μτφ. δημιουργία στεγανών, πλήρως απομονωμένων τμημάτων ή ομάδων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς, ώστε να μη διαρρέει καμία πληροφορία προς τα έξω και να μη γνωρίζει τίποτε γι' αυτά η κοινή γνώμη αλλά ούτε και το υπόλοιπο προσωπικό τών αντίστοιχων υπηρεσιών.