στέργημα
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ατος, τό,
A love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.
German (Pape)
[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.
Greek (Liddell-Scott)
στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.