στουμπώνω
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
Ν στούμπος
1. γεμίζω υπερβολικά κάτι με υλικά που μπορούν να συμπιεστούν («στούμπωσα τον σάκο με ρούχα»)
2. (σχετικά με σωλήνα ή οχετό) προκαλώ απόφραξη ρίχνοντας υλικά που δεν διαρρέουν («τον στούμπωσες τον νεροχύτη»)
3. αποφράσσομαι, βουλλώνω («στούμπωσε ο νεροχύτης»)
4. δίνω σε κάποιον να φάει υπερβολικά («τον στούμπωσε με φασολάδα»)
5. (αμτβ.) παραγεμίζω το στομάχι μου με τροφή («έφαγα λαίμαργα και στούμπωσα»)
6. κόβω την αναπνοή με χτύπημα στο στήθος («η κονταρά... την αναπνιάν του στούμπωσε», Ερωτόκρ.)
7. μτφ. (αμτβ.) αποκάμνω, εξαντλούμαι («στούμπωσα από τα βάσανα»).