Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρύμωγμα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [[στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα
2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός
3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται κανείς σε αδιέξοδο
β) δύσκολη θέση.