στρύμωγμα
From LSJ
και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [[στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα
2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός
3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται κανείς σε αδιέξοδο
β) δύσκολη θέση.