στρογγύλευμα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλευμα Medium diacritics: στρογγύλευμα Low diacritics: στρογγύλευμα Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: strongýleuma Transliteration B: strongyleuma Transliteration C: stroggylevma Beta Code: stroggu/leuma

English (LSJ)

ατος, τό,= γογγύλωμα, Hsch. (pl.).

German (Pape)

[Seite 955] τό, das Gerundete, der runde Körper, Schol. Ar. Th. 61, zw.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και στρογγύλεμα Ν
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρογγυλεύω
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γογγύλωμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. στρογγυλεύω].