σύγγνοια
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
ἡ,= συγγνώμη, only in S.Ant.66.
German (Pape)
[Seite 962] ἡ, = συγγνώμη, Soph. ξύγγνοιαν ἴσχειν, Ant. 66.
Greek (Liddell-Scott)
σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη 2, μόνον ἐν Σοφ. Ἀντ. 66.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
permission.
Étymologie: συγγιγνώσκω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συγγνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].