συγκραματικός

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾱμᾰτικός Medium diacritics: συγκραματικός Low diacritics: συγκραματικός Capitals: ΣΥΓΚΡΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkramatikós Transliteration B: synkramatikos Transliteration C: sygkramatikos Beta Code: sugkramatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.