συμμεταχειρίζομαι

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταχειρίζομαι Medium diacritics: συμμεταχειρίζομαι Low diacritics: συμμεταχειρίζομαι Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symmetacheirízomai Transliteration B: symmetacheirizomai Transliteration C: symmetacheirizomai Beta Code: summetaxeiri/zomai

English (LSJ)

Med,

   A take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.

German (Pape)

[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.

French (Bailly abrégé)

manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].