συμπράττω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. συμπράσσω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α πράττω
πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ.
γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», Θουκ.)
αρχ.
1. παρέχω συνδρομή, συντρέχω («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», Σοφ.)
2. βοηθώ κάποιον να βρει το δίκιο του, για επανόρθωση αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», Ηρόδ.)
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) οἱ συμπράσσοντες
οι σύμμαχοι.