σύναγμα

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναγμα Medium diacritics: σύναγμα Low diacritics: σύναγμα Capitals: ΣΥΝΑΓΜΑ
Transliteration A: sýnagma Transliteration B: synagma Transliteration C: synagma Beta Code: su/nagma

English (LSJ)

ατος, τό, (συνάγω)

   A collection, concretion, such as stone or gravel in the kidneys, Hp.Epid.6.3.7.    2 v.l. for σύνθεμα in LXX Ec.12.11 cod.A.

German (Pape)

[Seite 995] τό, das Zusammengeführte, -gebrachte, Verbundene. Auch der Niederschlag, Bodensatz, bes. bei den Medic. der Nierenstein, das Nierengries.

Greek (Liddell-Scott)

σύναγμα: τό, (συνάγω) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, ὑποστάθμη, «σύναγμα, ἤτοι ἐπίπαγός τις ἢ ἐναιώρημαὑπόστασιςπῶρος» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγησις 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· συνάθροισις, σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάγω
συνάθροιση, συσσώρευση
νεοελλ.
(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος
αρχ.
το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.