συναποδύομαι
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
Med.,
A strip off from oneself or put off together, τὸ Αἰθίοπες εἶναι Philostr.V A6.11; τῇ φαινόλῃ τὸ νουνεχές Men.Prot.p.1 D.: abs., συναποδύεσθαί [τινι] εἰς ἀγῶνα strip oneself for a contest along with another, Plu.2.94c, cf.Ath.1.15c.
Greek (Liddell-Scott)
συναποδύομαι: ἀποδύομαι ὁμοῦ, συναποβάλλω, ὥσπερ ξυναποδυόμενοι τὸ Αἰθίοπες εἶναι Φιλόστρ. 246, πρβλ. Πλούτ. 2. 406Ε· «ὡς καὶ τὸν φαινόλην ἀποδύσασθαι, συναποδύσασθαι δὲ αὐτῷ καὶ τὸ νουνεχὲς» Μένανδρ. Βυζ. σ. 429· ― ἀπολ., συναποδύεσθαί τινι εἰς ἢ πρός τι Πλούτ. 2. 94C (ἔνθα ἴδε Wyttenb.), πρβλ. Ἀθήν. 15C.
French (Bailly abrégé)
f. συναποδύσομαι, ao.2 συναπέδυν, etc.
1 se déshabiller, particul. pour une lutte, un concours, etc.
2 dépouiller ou déposer ensemble, acc..
Étymologie: σύν, ἀποδύομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
αποβάλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. μτφ. χάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναποδυσάμενος τὴν ἡδονήν τε καὶ τὴν λύπην μετὰ τοῡ σώματος», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «συναποδύεσθαί τινι εἰς ἀγῶνα» — κατέρχομαι σε αγώνα μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποδύομαι «αποβάλλω»].