συμβολοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολοφύλαξ Medium diacritics: συμβολοφύλαξ Low diacritics: συμβολοφύλαξ Capitals: ΣΥΜΒΟΛΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: symbolophýlax Transliteration B: symbolophylax Transliteration C: symvolofylaks Beta Code: sumbolofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.