συναγελάζομαι

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγελάζομαι Medium diacritics: συναγελάζομαι Low diacritics: συναγελάζομαι Capitals: ΣΥΝΑΓΕΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synagelázomai Transliteration B: synagelazomai Transliteration C: synagelazomai Beta Code: sunagela/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A herd together, Democr.164; of gregarious fish, μετ' ἀλλήλων Arist.HA610b1, cf. Frr.308,316,339; σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, of men, Plb.6.5.7, cf. Plu.Cam.10; σ. τοῖς ἄρρεσι, of sows, Id.2.917c: metaph., ἡ διάνοια σ. τοῖς ψέγουσι takes part with . ., ib. 40a.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγελάζομαι: ἀγελάζομαι ὁμοῦ, πορεύομαι ὁμοῦ ἐν ἀγέλῃ, ἐπὶ συναγελαστικῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, Ἀποσπ. 291, 297, 318· μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. π. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, ἐπὶ ἀνθρώπων, Πολύβ. 6. 5, 7· ὡσαύτως, συν. τοῖς ἄρρεσι, ἐπὶ χοίρων θηλέων, Πλούτ. 2. 917D· ― μεταφορ., ἡ διάνοια συναγελάζεται τοῖς ψέγουσιν, λαμβάνει μέρος μετὰ τῶν..., αὐτόθι 40Α.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ
συναγελάζω Α
ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου
αρχ.
1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι, συνδιαιτώμαι
2. μτφ. συμφωνώ με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγελάζω, -ομαι (< αγέλη)].

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ
συναγελάζω Α
ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου
αρχ.
1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι, συνδιαιτώμαι
2. μτφ. συμφωνώ με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγελάζω, -ομαι (< αγέλη)].