σύναγμα
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ατος, τό, (συνάγω)
A collection, concretion, such as stone or gravel in the kidneys, Hp.Epid.6.3.7. 2 v.l. for σύνθεμα in LXX Ec.12.11 cod.A.
German (Pape)
[Seite 995] τό, das Zusammengeführte, -gebrachte, Verbundene. Auch der Niederschlag, Bodensatz, bes. bei den Medic. der Nierenstein, das Nierengries.
Greek (Liddell-Scott)
σύναγμα: τό, (συνάγω) τὸ συναγόμενον ἐν τῇ κύστει ἢ ἐν τοῖς νεφροῖς ἀμμῶδες ὑλικόν, ὑποστάθμη, «σύναγμα, ἤτοι ἐπίπαγός τις ἢ ἐναιώρημα ἢ ὑπόστασις ἢ πῶρος» Γαλην. τῶν Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγησις 572, Ἱππ. 1175C, 1230D· συνάθροισις, σ. στρατοῦ Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒϳ, 11, ἐν τῷ Ἀλεξ. κώδ.).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνάγω
συνάθροιση, συσσώρευση
νεοελλ.
(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος
αρχ.
το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνάγω
συνάθροιση, συσσώρευση
νεοελλ.
(πετρογρ.) αδρομερής χαλικώδης άμμος
αρχ.
το αμμώδες υλικό που συσσωρεύεται στην ουροδόχο κύστη ή στα νεφρά.