συνδιεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιεκπίπτω Medium diacritics: συνδιεκπίπτω Low diacritics: συνδιεκπίπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: syndiekpíptō Transliteration B: syndiekpiptō Transliteration C: syndiekpipto Beta Code: sundiekpi/ptw

English (LSJ)

   A escape together, Plu.Publ.19, Gal.8.227.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. πίπτω), sich mit durchschlagen u. entkommen, Plut. Poplic. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεκπίπτω: διεκπίπτω ὁμοῦ, συνεξορμῶ, τρεῖς τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455.

French (Bailly abrégé)

s’élancer tout à coup ensemble.
Étymologie: σύν, διεκπίπτω.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκπίπτω «εξέρχομαι, ξεφεύγω, διαφεύγω»].

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκπίπτω «εξέρχομαι, ξεφεύγω, διαφεύγω»].