συνέμπτωσις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A formal coincidence, [μέτρων] Sch.Heph.p.154 C.; σ. Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ a coincidence (of language) between . ., Sch.Ar.Th. 21; σ. ἱστορική Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.148 B. II in Gramm., similarity of form, A.D.Pron.52.5, al.; τόνου Id.Adv.155.13.
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, Zusammenfallen, -treffen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
συνέμπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, μέτρων Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 4· νοημάτων Εὐστ. Πονημ. 169. 79· ἢ οὖν ἐπίτηδες... ἢ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο, κατὰ σύμπτωσιν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· σ. ἱστορικὴ Πτολ. εἰς Φωτ. Βιβλ. 148, 25. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ., ὁμοιότης τύπου, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 57, κτλ.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.