τζάουλ

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μετρολ. μονάδα έργου, ενέργειας και ποσότητας θερμότητας, ισοδύναμη με το έργο που παράγεται από μια δύναμη ενός νιούτον όταν αυτή μετακινεί το σημείο εφαρμογής της κατά τη διεύθυνση και φορά της επί μήκος ενός μέτρου, μονάδα που συμβολίζεται με J
2. φρ. α) «τζάουλ ανά κέλβιν» — μονάδα θερμοχωρητικότητας και εντροπίας στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, που συμβολίζεται με J/K και ισοδυναμεί με την αύξηση της εντροπίας ενός συστήματος το οποίο δέχεται ποσότητα θερμότητας ίση με ένα τζάουλ υπό σταθερή θερμοδυναμική θερμοκρασία ενός κέλβιν, με την προϋπόθεση ότι το σύστημα δεν υφίσταται οποιαδήποτε αναντίστρεπτη μεταβολή
β) «τζάουλ ανά χιλιόγραμμο και κέλβιν» — μονάδα ειδικής θερμότητας ή ειδικής εντροπίας στο Διεθνές Σύστημα μονάδων, που συμβολίζεται με J/kg·K και ισοδυναμεί με την ειδική θερμότητα ενός ομογενούς σώματος, μάζας ενός χιλιογράμμου, στο οποίο η προσφορά μιας ποσότητας θερμότητας ίσης με ένα τζάουλ επιφέρει ανύψωση της θερμοδυναμικής θερμοκρασίας του κατά ένα κέλβιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. joule, από το όν. του Άγγλου φυσικού J. Joule].