τορνευτολυρασπιδοπηγός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A lyre-turner and shield-maker, Com. word in Ar.Av.491 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, der Lyren drechselt und Schilder verfertigt, komisches Wort bei Ar. Av. 491; die alte v. l. τορνευτασπιδολυροπηγός ist gegen den Vers.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ, ὁ τορνεύων λύρας καὶ κατασκευάζων ἀσπίδας, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 491.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant-de-boucliers-tournelyre.
Étymologie: τορνευτής, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, -ίδος + -πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ-πηγός.