τάρσιος

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. α) μοναδικό γένος δενδρόβιων προπιθήκων της οικογένειας ταρσιίδες, στο οποίο ανήκουν 3 είδη, που, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, συγκροτούν την ξεχωριστή υπόταξη τών πρωτευόντων τάρσιοι ή ταρσιοειδή
β) στον πληθ. οι τάρσιοι
άλλη ονομασία για τα ταρσιοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsius < νεολατ. tarsius (< ταρσός)].