χεράς

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ὅπουλεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν → if a lionskin doesn't do the trick, put on the fox | if force doesn't work, try cunning | where the lion's skin will not reach, it must be patched out with the fox's

Source

German (Pape)

[Seite 1349] άδος, ἡ, ein Haufen oder eine Hand voll Steine, Kieshaufen, bes. Gerölle von Sand und Kies, wie es die Ströme anschwemmen; ἅλις χεράδος περιχεύας, μυρίον Il. 21, 319, s. aber das Vorige; παμφόρῳ χεράδι τυπτόμενος Pind. P. 6, 13; βωμὸν χεράδος περινήνεον Ap. Rh. 1, 423. – Die obige Erkl. beruht auf der Ableitung von χείρ; richtiger scheint das Wort aber auf χέρσος, χέῤῥος, ξηρός zurückzuführen, so daß »hart«, »fest« die Grundbdtg ist. – Vgl. auch χερμάς, χοιράς.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χεράδες
«αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χέραδος, ο οποίος έχει σχηματιστεί υστερογενώς από έναν τ. χεραδος, ο οποίος έχει αναγνωσθεί είτε ως χέραδος της αιτ. πτώσης του ουδ. είτε ως χεράδος, οπότε θα αντιστοιχούσε στη γεν. ενός θηλ. χεράς (πρβλ. λιθ-άς, χερμ-άς). Παρλλ. προς τον τ. χεράς υποτίθεται η ύπαρξη ενός τ. σχεράς ως β' συνθετικό στον τ. πολυ-σχεράδος (Μυκόνοιο), ο οποίος, όμως, ανάγεται, κατ' άλλη άποψη, στη λ. σχερός «ακτή» (βλ. λ. πολυσχεράς)].