τραγούδι

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

το, Ν
1. μελοποιημένοι στίχοι ποιήματος που τραγουδιούνται, άσμα (α. «ελαφρό τραγούδι» β. «λαϊκό τραγούδι» γ. «έντεχνο τραγούδι»)
2. ποίημα («τραγούδια της ξενιτιάς»)
3. συνεκδ. κελάηδημα πουλιού
4. φρ. α) «δημοτικά τραγούδια» — βλ. δημοτικός
β) «κλέφτικα τραγούδια» — βλ. κλέφτικος
γ) «τα τραγούδια του γάμου» — τραγούδια που συνοδεύουν τις παραδοσιακές γαμήλιες τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. τραγουδώ, ενώ, κατ' άλλη άποψη, η λ. τραγούδι προήλθε από τη λ. τραγωδία, μέσω ενός υποκορ. τραγώδιον με τροπή του -ω- σε -ου- κατ' επίδραση του ρ. τραγουδώ].