τράκα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου
2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα
3. φρ. α) «κάνω τράκα» — ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω
β) «κάνω τράκες»
(συνήθως σχετικά με ενδυμασία) εντυπωσιάζω, ξεχωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «ξηρός κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου» είναι προϊόν ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγει το μαστίγιο (βλ. και στράκα), ενώ με τη σημ. τρακάρισμα και μεταφορικά «απόσπαση αντικειμένων» είναι υποχωρητ. παρ. του ρ. τρακάρω].