ὑδατικός

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτικός Medium diacritics: ὑδατικός Low diacritics: υδατικός Capitals: ΥΔΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hydatikós Transliteration B: hydatikos Transliteration C: ydatikos Beta Code: u(datiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq.,

   A σημεῖον Thphr.Sign. 11,17; πρόσοδος revenue derived from water-rights, PSI2.160.7 (ii A. D.); πόρος Sch.Ar.Pl.521; ἡ ὑ. σφαῖρα the globe of waters, in reference to tidal phases, Nicom. ap. Theol.Ar.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., σημεῖον Θεοφρ. περὶ Πυρ. 1. 17· πόρος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 521.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδατικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδωρ, ὕδατος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό
2. φρ. α) «υδατική κρέμα» — ειδική καλλυντική κρέμα η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο ενυδάτωσης του δέρματος
β) «υδατικές δουλείες»
(νομ.) οι δουλείες υπονόμου, υδραγωγείου, διοχετεύσεως, αποχετεύσεως ή αντλήσεως νερού κ.ά.
γ) «υδατικό δυναμικό»
(φυσιολ.-φυσ.-χημ.) μέτρο της θερμοδυναμικής ενέργειας που είναι διαθέσιμη σε ένα υδατικό διάλυμα για να προκαλέσει τη διέλευση τών μορίων του νερού διά μέσου μιας ημιπερατής μεμβράνης κατά το φαινόμενο της ώσμωσης
δ) «υδατικό ισοζύγιο»
βιολ. η διαφορά μεταξύ του ρυθμού απορρόφησης νερού από ένα φυτό και της υδατικής απώλειας
αρχ.
υδάτινος.