Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριάζω

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐάζω Medium diacritics: τριάζω Low diacritics: τριάζω Capitals: ΤΡΙΑΖΩ
Transliteration A: triázō Transliteration B: triazō Transliteration C: triazo Beta Code: tria/zw

English (LSJ)

(pres. only in compd. ἀπο-), aor.

   A ἐτρίασα Theo Sm., Iamb. (v. infr.), and τρῐάσσω, EM765.37, Att. τριάττω Zonar.:—conquer, vanquish, properly of a wrestler, who did not win until he had thrice thrown his adversary, or conquered him in three bouts (παλαίσματα), τριαχθῆναι Thugen.1, cf. Suid. (Hence τριακτήρ, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω.)    II multiply by three, Theo Sm.p.29 H., Iamb.in Nic. p.60 P.

Greek (Liddell-Scott)

τριάζω: μέλλ. -άσω, καὶ τριάσσω, μέλλ. -ξω· (τρία). Νικῶ, εἶμαι νικητής, κυρίως ἐπὶ παλαιστοῦ ὅστις δὲν ἐλογίζετο νικητής, ἐὰν μὴ κατέβαλλε τρὶς τὸν ἀντίπαλόν του ἢ ἂν μὴ ἐνίκα αὐτὸν διὰ τριῶν παλαισμάτων, δηλ. τεχνασμάτων παλαιστικῶν, «τριαχθῆναι λέγουσιν οἱ παλαιστρι[τι]κοὶ ἀντὶ τοῦ τρὶς πεσεῖν, ἢ τὸ τρὶς τροχάσαντα (Φώτ. στοχάσαντα) νικηθῆναι... οὕτως Θουγενίδης ἐν Δικασταῖς» Σουΐδ., Φώτ. ἐν λέξ. τριαχθῆναι, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 338 (ἔνδα ἴδε Σχόλ.), Εὐμ. 58, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13, Ἀνθ. Π. 11. 316, Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 256Κ· οὕτω, διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι, εἶμαι χαμένος, Εὐρ. Ὀρ. 434. ΙΙ. πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, τριπλασιάζω, Ἀρχ. Ἀριθμ. (Ἐντεῦθεν τριακτήρ, τριακτός, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω).

French (Bailly abrégé)

2multiplier par trois, tripler.
Étymologie: τρεῖς.

Greek Monolingual

και τριάσσω και αττ. τ. τριάττω Α
1. (ιδίως για πυγμάχο ή παλαιστή) νικώ τρεις φορές σε αγώνα
2. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι- του αριθμτ. τρεῖς, τρία.