τροχήλατος

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A wheel-drawn, σκηναί A.Pers.1001 (lyr.); δίφροι S.El.49.    2 dragged by or at the wheels, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι E.Andr.399.    3 ploughed with wheels, κελεύθου τρίοδος A.Fr.173.    4 formed on the potter's wheel, λύχνος Ar.Ec.1, cf. Xenarch.1.9.    5 metaph., hurried along like a wheel or chariot, E.HF122 (lyr.); τ. μανία whirling madness, Id.IT82.

Greek (Liddell-Scott)

τροχήλᾰτος: -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου τρίοδος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, λύχνος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ μετὰ σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς ἅμαξα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 μανία τρ., περιστρεφομένη μανία, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû par des roues ; fig. qui tourne en tous sens, qui s’agite de tous côtés.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τροχήλατος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο
α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν το κινούσαν έλικες, όπως τα σημερινά, αλλά ένα ζεύγος μεγάλων πτερυγιοφόρων τροχών που ήταν τοποθετημένοι στο μέσον περίπου του πλοίου, εξωτερικά, ανά ένας σε κάθε πλευρά, και στους οποίους η περιστροφική κίνηση μεταδιδόταν απευθείας από τη μηχανή, αλλ. τροχοφόρο
β) μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές, ντρεζίνα
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια) αυτός που γίνεται κατά την τροχηλασία («σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι», Ευρ.)
2. αυτός που ανοίγεται με τη χρήση τροχών («κελεύθου τρίοδος τροχήλατος», Αισχύλ.)
3. αυτός που κατασκευάζεται στον κεραμεικό τροχό
4. μτφ. α) (για πάθη και συναισθήματα) πάρα πολύ έντονος, βίαιος
β) αυτός που τρέχει γρήγορα («ἅρματος βάρος φέρων τροχηλάτοιο», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ἱππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].