Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
το / τυμπάνιον, ΝΑ τύμπανον
νεοελλ.
μουσ. άλλη ονομασία του τυμπάνου ορχήστρας
(για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. του τύμπανον.